- λέγα
- λέγα, ἡ (Μ)βλ. λεύγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέγ' — λέγα , λέγος lewd neut nom/voc/acc pl λέγε , λέγος lewd masc voc sg λέγαι , λέγος lewd fem nom/voc pl λέγᾱͅ , λέγος lewd fem dat sg (doric aeolic) λέγε , λέγω 1 lay pres imperat act 2nd sg λέγε , λέγω 1 lay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέγαν — λέγᾱν , λέγος lewd fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύγα — Μονάδα απόστασης: 1 λ. = 4.452 μ.· 1 ναυτική λ. = 555,55 μ. (20 ναυτικές λ. = 1 μοίρα). * * * και λεύγη η (Μ λέγα) μονάδα μήκους, που διαφέρει κατά τόπους («αγγλική λεύγα» 3. ναυτικά μίλια, δηλ. 5.556,6 μέτρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύγα < λατ. leuga … Dictionary of Greek
Stratos Dionysiou — Infobox musical artist Name = Stratos Dionysiou Στράτος Διονυσίου Img capt = Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Stratos Dionysiou Alias = Born = birth date|1935|11|8 Died =death date and age|1990|5|11|1935|11|8 Origin =… … Wikipedia
αρχοντιά — η (Μ ἀρχοντιά και ία) [άρχων] 1. η αρχοντική συμπεριφορά («και τ όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο το λέγα ήτονε τσ αρετής πηγή και τσ αρχοντιάς η φλέγα») 2. το να είναι κανείς άρχοντας, να έχει ευγενική καταγωγή ή να κατέχει κάποιο αξίωμα 3. τα… … Dictionary of Greek
εμ — (I) ἐμ (Α) (πρόθεση) ἐν ἡ εἰς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εν]. (II) (και έμι, έμου, όμου, χέμι, χέμα) επιφώνυμα που εκφράζει: α) δυσανασχέτηση («εμ, στα λεγα αλλά δε μ άκουγες») β) απορία («εμ, τί να σού κάνει κι αυτή η δύστυχη») γ) εγκατέρτηση («εμ, τί να… … Dictionary of Greek
να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… … Dictionary of Greek
λέγαι — λέγος lewd fem nom/voc pl λέγᾱͅ , λέγος lewd fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)